- ἀνταναπαύσαιμι
- ἀνταναπαύ̱σαιμι , ἀντί , ἀνά , ἀπό-αὔω 2cry outaor opt act 1st sgἀντί-ἀναπαύωmake to ceaseaor opt act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.